Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ

               Ο ανδαλουσιανός φίλος του Alexander Soderberg

Από το οπισθόφυλλο 
Η Σοφί Μπρίνκμαν είναι συνεπαρμένη από τον όμορφο και σοφιστικέ Χέκτορ Γκουσμάν. Δεν έχει ιδέα όμως,  ότι πίσω από τη γοητεία του Χέκτορ κρύβεται κάτι πολύ επικίνδυνο. Ο Χέκτορ είναι επικεφαλής ενός διεθνούς συνδικάτου εγκλήματος. Πριν προλάβει να συλλάβει τις διαστάσεις του κόσμου του Χέκτορ, η Σοφί παγιδεύεται μέσα σ’ αυτόν. Το σπίτι της παρακολουθείται και η οικογένειά της κινδυνεύει. Ο Χέκτορ είναι σε πόλεμο με ρώσους εκτελεστές, λατινοαμερικάνους εμπόρους ναρκωτικών, γερμανούς γκάνγκστερ και τώρα στην ίδια θέση βρίσκεται και η Σοφί. Αλλά ποιον να εμπιστευτείς όταν ακόμα και οι άνθρωποι που έχουν ορκιστεί να φυλάττουν τον νόμο είναι τόσο επικίνδυνοι όσο και αυτοί που είναι στην παρανομία; Για να καταφέρει η Σοφί να βγει ζωντανή και ηθικά ακέραιη, προσπαθεί να συγκεντρώσει όλες της τις δυνάμεις: να λύσει ηθικά διλήμματα, να αποφύγει θανάσιμες εμμονές και να γλιτώσει αδίστακτους δολοφόνους.

Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Ο Άλμπερτ κοιμόταν στο δωμάτιό του. Τον κοίταξε για λίγο. Ύστερα κατέβηκε  και άναψε τα φώτα στον κάτω όροφο, παρατήρησε τα χέρια της καθώς στάθηκε στην κουζίνα. Δεν έτρεμαν, ήταν ατάραχα, έψαξε μέσα της, και εκεί ήταν ήρεμη. Εξεπλάγη, της φάνηκε ότι κάπου κάτι ήταν λάθος. Θα έπρεπε να νιώθει αναστατωμένη με όσα συνέβαιναν, τρομαγμένη, στοιχειωμένη. Ξανακοίταξε τα χέρια της, μαλακά, βελούδινα και ήρεμα.  Οι σφυγμοί μέσα της χτυπούσαν κανονικά. Γέμισε ένα κατσαρόλι με νερό, κατέβασε αγγλικό τσάι, στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και περίμενε να βράσει. Είδε την ίδια θέα όπως πάντα, τον φανοστάτη που φώτιζε τον δρόμο, τα λαμπατέρ στα παράθυρα των γειτόνων. Όλα ήταν όπως πάντα, αλλά εκείνη δεν αναγνώριζε τον εαυτό της, τίποτα από όσα έβλεπε δεν ήταν γνώριμο» (σελ.199). 

«Εκείνη ήταν συναισθηματικά στραγγισμένη, ήθελε να κάνει εμετό, να αποδράσει από τον εαυτό της, από τα πάντα. Η Σόφι καθόταν εκεί στο ρημαγμένο εστιατόριο και χάιδευε τα μαλλιά του Γιενς, είδε τον Κλάους και τον Μιχαήλ, που είχαν πάρει τα όπλα τους από το πάτωμα. Είδε τα πτώματα των Ρώσων σε αλλόκοτες στάσεις. Τον Ερνστ Λούντβαλ χλωμό και έντρομο να εγκαταλείπει το εστιατόριο βιαστικά με ένα χαρτοφύλακα στο χέρι. Είδε σαν σε φιλμ το ατύχημα του Άλμπερτ, τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι του νοσοκομείου- σε κώμα, μοναχό και πληγωμένο. Χιλιάδες σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό της ενώ πάσχιζε να κρατηθεί από κάποια λογική ίσως το χέρι της που χάιδευε τα μαλλιά του Γιενς ήταν που δεν την άφηνε να αλλοφρονήσει» (σελ.465). 




 Arab Jazz του Karim Miske
Από το οπισθόφυλλο
Μια γειτονιά του Παρισιού. Ένα μεγάλο χωνευτήρι πολιτισμών. Εδώ θα βρεις σούσι κοσέρ, τούρκικες ταβέρνες, Εβραίους κουρείς, Αρμένηδες βιβλιοπώλες...
Μόνο ο Αχμέντ Ταρουντάν ζει κάπου παράμερα. Φυλακισμένος στην προσωπική του ιστορία, ονειροπόλος, μανιώδης αναγνώστης αστυνομικών... Αίφνης, ανακαλύπτει το πτώμα της Λορά, γειτόνισσας και φίλης του, κατακρεουργημένο, να κρέμεται πάνω από το μπαλκόνι του. Καταλαβαίνει αμέσως ότι ο ίδιος αποτελεί τον ιδανικό ύποπτο. Η φρίκη αυτή τον ξυπνάει από το λήθαργό του και αποφασίζει να συνεργαστεί με τους δύο αστυνόμους που έχουν αναλάβει την υπόθεση: τη φλογερή Ρασέλ Κουπφερστάιν και τον Ζαν Αμλό, από τη Βρετάνη. Η αναζήτηση είναι πυρετώδης. Οι τρεις τους όμως έχουν τα στοιχεία που χρειάζονται για να λυθεί το μυστήριο αυτού του θανάτου. Μήπως έχουμε να κάνουμε με το έγκλημα κάποιου θρησκόληπτου, Εβραίου ή μουσουλμάνου; Τι τρέχει με τον πατέρα της Λορά, τον Μάρτυρα του Ιεχωβά που η φήμη του έχει φτάσει ώς τη Νέα Υόρκη; Και τι ρόλο παίζει το Γκόντζγουιλ, το όμορφο χαπάκι που διασχίζει πλέον τα σύνορα; 


Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Μπαίνοντας στο διαμέρισμα ανασηκώνει ελαφρά τους ώμους, αποφεύγοντας έτσι να ακουμπήσει οτιδήποτε με το δέρμα του. Πρέπει να δει με τα μάτια του. Να νιώσει. Στον μακρόστενο διάδρομο, μέσα από την ορθάνοιχτη τζαμαρία, εισβάλλει άνεμος απειλητικός. Ο γκρίζος ουρανός βάρυνε ξαφνικά, μαύρα σύννεφα καταφθάνουν από το πάρκο της Βιλέτ. Υπόκωφη βροντή. Να κάνει γρήγορα. Στο κέντρο του καθιστικού το τραπέζι έχει στρωθεί για δύο, με μεγάλη φροντίδα. Ένα ανοιγμένο μπουκάλι μπορντό, ποτήρια γεμισμένα κατά τα δύο  με τρίτα κρασί. Μέσα σε ένα πιάτο από λευκή πορσελάνη, ένα κομμάτι χοιρινό σε δίχτυ κολυμπάει ωμό σε κόκκινο ζουμί και ένα κουζινομάχαιρο με μαύρη λαβή είναι μπηγμένο ακριβώς στο κέντρο» (σελ.13).

«Ο άνεμος σφυρίζει απειλητικός, την ώρα που στο δρόμο αναβοσβήνει ο φάρος ενός περιπολικού. Οι δολοφόνοι δεν έχασαν χρόνο. Ο Αχμέντ με φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, κάνει να φύγει και τότε προσέχει ότι οι τρεις ορχιδέες, που ο ίδιος φροντίζει σχολαστικά, όταν η Λόρα έλειπε ταξίδι, έχουν αποκεφαλιστεί. Μόνο μισοί μένουν, στα υδροπονικά δοχεία τους πάνω στο γραφείο. Αναζητεί με το βλέμμα τα άνθη, δεν τα βρίσκει, αφήνει με βαριά καρδιά το διαμέρισμα, κατεβαίνει αθόρυβα τις σκάλες και ξανακλείνει την πόρτα της γκαρσονιέρας του, την στιγμή ακριβώς Που κάποιος καλεί το ασανσέρ» (σελ.15)



Έχουν όλοι κακούς σκοπούς της Χίλντα Παπαδημητρίου
Από το οπισθόφυλλο
Καλοκαίρι του 2007. Ύστερα από απανωτές αναποδιές, ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος ξεκινάει επιτέλους τις διακοπές του στα Χανιά. Πριν προλάβει όμως να πιει την πρώτη ρακή, τον ειδοποιούν από την Αθήνα ότι η άδειά του αναστέλλεται. Ο τραγουδιστής Απόστολος Μελισσηνός έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς μετά την τελευταία του συναυλία, στο Κάστρο του Ρεθύμνου. Πού βρίσκεται ο Απόστολος; Κρυμμένος σε κάποια έρημη παραλία; Έχει πέσει θύμα απαγωγής ή μήπως… Ο Χάρης ξεκινάει την έρευνα που θα τον οδηγήσει από την πόλη των Χανίων στα Σφακιά, και στη συνέχεια στην έρημη Αθήνα. Μιλώντας με παλιούς φίλους και συνεργάτες του Απόστολου, θα βουλιάξει μέσα σ’ έναν χείμαρρο πληροφοριών, θα γίνει εξπέρ στην ιστορία των πρώτων ελληνικών ροκ συγκροτημάτων και θα χρειαστεί να υπενθυμίζει διαρκώς στον εαυτό του τους στίχους του τραγουδιού: Μην τους πιστεύεις ό,τι κι αν πουν / Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς.

Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Μόνο που εκεί, στο φαράγγι του Ίμπρου, δεν μπορούσε να το βάλει στα πόδια. Φόρεσε την μάσκα που του έδωσαν και πλησίασε στο χείλος του γκρεμού την ώρα που δύο άντρες με μπλε στολές ανέβαζαν ένα φορείο. Ένα ανθρώπινο σώμα κλεισμένο σε αεροστεγή σάκο ήταν δεμένο πάνω του. Λίγο πιο χαμηλά, σένα πλάτωμα, ένας γερανός έκανε τις απαραίτητες μανούβρες για να ανελκύσει το μαύρο Range Rover που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο βράχους. Ένα συνεργείο από  τα Σήμανσης περίμενε σε ετοιμότητα. Κάτω από μία συστάδα ισχνών δέντρων στεκόταν η Μαρίτα και μιλούσε μ’ έναν άντρα, ο οποίος καθόταν σε μια πέτρα και κρατούσε το κεφάλι του. Ήταν ο Ηλίας, ο Αλβανός που είχε εντοπίσει το τζιπ στο γκρεμό» (σελ.112).

«Από τα ξημερώματα της Παρασκευής οι αστυνομικές δυνάμεις των Χανίων και του Ρεθύμνου, σε αγαστή συνεργασία και παραμερίζοντας τις όποιες αντιζηλίες και τοπικιστικές διαφορές, σάρωναν τις εθνικές και επαρχιακές οδούς των δύο νομών, με διαρκή μπλόκα και ελέγχους ταυτοτήτων και αδειών κυκλοφορίας. Μικρές ομάδες αστυφυλάκων επισκέπτονταν τα ορεινά χωριά των Σφακίων και της ευρύτερης περιοχής και μιλούσαν με όποιον υπήρχε πιθανότητα να έχει δει κάτι ύποπτο.  Η δουλειά αυτή απαιτούσε διπλωματικότητα, υπομονή και χρόνο, και ο Χάρης αισθανόταν ότι δεν τον ήθελαν στα πόδια τους» (σελ.120). 


 Μια μικρή γερμανική πόλη του Τζον Λε Καρέ

Τέλη της δεκαετίας του ’60. Ο Χάρτινγκ, υπάλληλος της Βρετανικής Πρεσβείας στη Βόννη, εξαφανίζεται και μαζί του εξαφανίζονται σαράντα πέντε άκρως απόρρητοι φάκελοι. Η στιγμή είναι κρίσιμη και ενδεχομένως διόλου τυχαία. Φοιτητές και νεοναζί διαδηλώνουν στους δρόμους, ενώ διαπραγματεύσεις ζωτικής σημασίας βρίσκονται σε εξέλιξη στις Βρυξέλλες. Ο αξιωματικός ασφαλείας Άλαν Τέρνερ στέλνεται από το Λονδίνο στη Βόννη για να εντοπίσει τον αγνοούμενο και τους φακέλους. Εντωμεταξύ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Γερμανίας απειλούν να συγκρουστούν οδηγώντας σε έναν βίαιο εφιάλτη.


Αποσπάσματα από το βιβλίο

«Αντάλλαξαν ένα βλέμμα βγαλμένο από αιώνες ολόκληρους καχυποψίας: ο Τέρνερ έξυπνος, επιθετικός και άξεστος με την θρασύτητα νεόπλουτου, ο Μπράντφιλντ, σε μειονεκτική θέση μα όχι νικημένος μαγκωνόταν διαλέγοντας τα λόγια του σαν να φτιάχτηκαν αποκλειστικά για εκείνον»…. «Ο πιο μυστικός μας φάκελος εξαφανίστηκε. Χάθηκε την ίδια μέρα που έφυγε ο Χάρτινγκ. Καλύπτει ολόκληρο το φάσμα των πιο ευαίσθητων συνομιλιών μας με τους Γερμανούς, επισήμων και ανεπίσημων, κατά τους τελευταίους έξι μήνες. Για λόγους που δεν σε αφορούν η δημοσιοποίηση του θα μας κατέστρεφε στις Βρυξέλλες» (σελ.90).

«Εννοώ δεν έχεις καμία θεωρία. Τέτοιο πράγμα δεν μου έχει ξανατύχει. Κανένας πανικός, καμία εξήγηση. Γιατί? Δούλευε για σ’ ένα τον ήξερες. Και τώρα μου λες ότι είναι κατάσκοπος ότι βούτηξε τους σημαντικότερους φακέλους σας. Ότι είναι ένα σκουπίδι. Έτσι κάνεις πάντα όταν χάνεται κάποιος…..Ο Τέρνερ τον κοιτούσε με το ψυχρό και εξεταστικό βλέμμα του, κοιτούσε περιμένοντας μία κίνηση ή μία χειρονομία, με το κεφάλι ψηλά, σε ετοιμότητα. Μάταια» (σελ.95).




Οι νεράιδες του Μαν  του Αυγούστου Κορτώ

Από το οπισθόφυλλο

Μια φιλάργυρη αντικέζ, η Μπεατρίς Φραγκονάρ, ταξιδεύει με τον υπηρέτη της Ξαβιέ στο Δουβλίνο. Εκεί γνωρίζει τη δούκισσα του Νταντίλιον Σλιβ, μια βαθύπλουτη ηλικιωμένη που την μπερδεύει με μιαν άλλη και την προσκαλεί σε κρουαζιέρα με το πολυτελές ιστιοφόρο ενός φίλου της. Προορισμός τους η Νήσος του Μαν και ανάμεσα στους επιβάτες διάφοροι παλιοί "γνώριμοι" της δούκισσας - ξεπεσμένοι αριστοκράτες που την κυνηγούσαν μια ζωή και κατάφεραν τελικά να την εντοπίσουν. Το ταξίδι αρχίζει σε κλίμα βαρύ και ειρωνικό, ενώ σύντομα ο οδηγός του ιστιοφόρου βρίσκεται νεκρός. Σαν να μην έφτανε αυτό, μια δολιοφθορά στο σύστημα πλοήγησης αφήνει το σκάφος ακυβέρνητο, έρμαιο μιας νηνεμίας απειλητικής και μιας ομίχλης πυκνής σαν το βαμβάκι. Τον καπετάνιο θα πάει να "συναντήσει" αργότερα και ο γιατρός. Και η παρέα μικραίνει, όλο και μικραίνει... καθώς αναμετριέται με δαίμονες και νεράιδες, με νεκρούς και ζωντανούς, με θρύλους και κατάρες, με στοιχεία της φύσης και, κυρίως, με περίεργους φόνους που μοιάζουν υπερφυσικοί. Όμως η Μπεατρίς, εκ φύσεως ανήσυχη, αποδύεται με τον Ξαβιέ σε ένα ξέφρενο κυνήγι του ενόχου, παραμερίζοντας κάθε γκάφα και οποιοδήποτε σουρεαλιστικό απρόοπτο στον απώτερο στόχο για την πάταξη του εγκλήματος...

Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Ο μύθος είναι παλιός και η ιστορία που αφηγείται είναι ακόμα πιο παλιά, παλιότερη από τον ίδιο τον άνθρωπο είπε με χαμηλωμένο βλέμμα. Λένε λοιπόν πως όταν ο θεός γκρέμισε τον σατανά από τον ουρανό, εκείνος έπεσε στην γη και μάλιστα σε αυτήν εδώ την θάλασσα. Το χέρι του απλώθηκε και έδειξε τρέμοντας τα μαύρα νερά του λιμανιού. Τρεις μέρες πάλεψε ο Εωσφόρος με τα μανιασμένα νερά της Ιρλανδίας και ύστερα βρήκε μια σπηλιά και κρύφτηκε μέσα για να ξαποστάσει. Αυτή η σπηλιά δεν ήταν άλλη από ένα μικρό νησάκι στ’ ανοιχτά αυτού που τώρα λέγεται νήσος του Μαν… ή νήσος του ανθρώπου. Φαίνεται πως εκεί πήγε μετά ο Διάβολος, και από κει ξεφυτρώσαμε και όλοι εμείς… όμως το πιο φοβερό από όλα ήταν πως από τα σμίξιμό του με την θάλασσα γεννήθηκαν κάτι τερατώδη παιδιά που ζουν ακόμη σε αυτά τα νερά, αθάνατα, αιώνια καταδικασμένα. Οι ντόπιοι ναυτικοί τα ονόμασαν νεράιδες γιατί λένε πως έχουν την όψη όμορφων γυναικών» (σελ.114).  

«Λίγη ώρα αργότερα βρίσκονταν και πάλι όλοι στο σαλόνι. Δηλαδή όχι ακριβώς όλοι. Ο αιδεσιμότατος Πίκμαν φαίνεται πως είχε παραδώσει αμετάκλητα το πνεύμα του στο οινόπνευμα και δεν είχε ξυπνήσει παρ’ όλο το πανδαιμόνιο. Το ίδιο και ο δόκτωρ Βάις, για τον οποίο η Καρολίν είχε εκφράσει χαμηλόφωνα την άποψη ότι αν ξύπνιος, αλλά παρίστανε τον κοιμισμένο επειδή απλώς είχε χεστεί από τον φόβο του. Και φυσικά από την παρέα τους έλειπε ο Γκαστόν, τουλάχιστον η ψυχή του………όσο για το χθεσινοβραδινό κλίμα, αυτό είχε χαθεί οριστικά. Μέσα σε μια στιγμή, σαν κάποιο κακό πνεύμα να είχε περάσει μέσα από το πλοίο, οι περισσότεροι είχαν γίνει σκιές του εαυτού τους» (σελ. 234).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου